ψεδνός

ψεδνός
-ή, -όν, Α
1. αραιός ή λίγος («ψεδναὶ χαῑται», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) φαλακρός
3. (για γη) γυμνός, άδενδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με επίθημα -δνός (πρβλ. γοε-δνός, κε-δνός, μακε-δνός), άγνωστης ετυμολ. Η προσπάθεια ορισμένων, με βάση τη σημ. τού επιθ., να συνδέσουν τον τ. με την οικογένεια τών ψήω* / ψῆν / ψαίω, μέσω αμάρτυρων τ. *ψαιδνός (πρβλ. ψαιδρά
ἀραιότριχα Ησύχ.) ή *ψιδνός (πρβλ. ψιλός), προσκρούει σε σοβαρές μορφολογικές δυσχέρειες και κρίνεται, λίγο έως πολύ, αυθαίρετη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψεδνός — thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδναί — ψεδνός thin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνή — ψεδνός thin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνήν — ψεδνός thin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνότερα — ψεδνός thin neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεδνούμαι — όομαι, Α [ψεδνός] κάνω φαλάκρα, γίνομαι ψεδνός* …   Dictionary of Greek

  • ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ …   Dictionary of Greek

  • ψεδνοκάρηνος — ον, ΜΑ ψεδνόθριξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσο κάρηνος] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνόθριξ — τριχος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που έχει αραιά μαλλιά ή ο φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. κυανό θριξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψεδνότης — ητος, ἡ, Α [ψεδνός] (για πρόσ.) φαλακρότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”